- καταγίνομαι
- καταγίνομαι βλ. πίν. 121
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταγίνομαι — (AM καταγίνομαι, Α και καταγίγνομαι) ασχολούμαι συνήθως με κάτι (α. «καταγίνομαι με τις δουλειές τού σπιτιού» β. «ἐν τούτῳ κατεγίγνετο πάντα τὸν χρόνον», Πολ.) μσν. γίνομαι αρχ. 1. διαμένω, κατοικώ 2. ζω, περνώ τη ζωή μου 3. φθάνω κάπου… … Dictionary of Greek
καταγίνομαι — κατάγινα, ασχολούμαι με κάτι: Καταγίνεται με το εμπόριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταγίνομαι — καταγίγνομαι abide pres ind mp 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
προσδιατρίβω — Α 1. συναναστρέφομαι με κάποιον («ἑαυτοὺς αἰτιάσονται οἱ προσδιατρίβοντές σοι τῆς αὑτῶν ταραχῆς καὶ ἀπορίας», Πλάτ.) 2. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι 3. διαμένω, παραμένω κοντά («πυρὸς ὄγκῳ προσδιατρίβοντος», Πλούτ.) 4. μένω περισσότερο χρόνο.… … Dictionary of Greek
συνδιαπονώ — έω, Α εξακολουθώ να καταγίνομαι με κάτι ή να κοπιάζω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπονῶ «μοχθώ, καταγίνομαι με κάτι με ζήλο»] … Dictionary of Greek
έπω — (I) ἕπω (Α) ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («τὸν δ’ εὗρ’ ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε ἕποντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. *sep «ασχολούμαι, τιμώ». Συνδέεται με το αρχ. ινδ. sapati «περιποιούμαι, αποδίδω σεβασμό» και το παρεκτεταμένο λατ … Dictionary of Greek
ανθοκομώ — (Α ἀνθοκομῶ, έω) νεοελλ. καταγίνομαι με την ανθοκομία αρχ. παράγω άνθη … Dictionary of Greek
ασχολούμαι — (Α ἀσχολοῡμαι, έομαι) [άσχολος] είμαι απασχολημένος, καταγίνομαι με κάτι … Dictionary of Greek
διαπονώ — διαπονῶ, έω (Α) 1. εργάζομαι με κόπους, καλλιεργώ επιμελώς 2. αγωνίζομαι, μοχθώ 3. καταγίνομαι σε κάτι με ζήλο 4. εκγυμνάζω, εξασκώ 5. (για τη γη) καλλιεργώ 6. (για το σπίτι) διοικώ, κουμαντάρω … Dictionary of Greek